- μεσούρανα
- τα1. η μέση του ουρανού.2. επίρρ. τοπ., στη μέση του ουρανού, μεσουρανίς: Το αερόστατο πετούσε μεσούρανα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσούρανα — και μεσοούρανα, τα 1. το μέσον τού ουρανού 2. (ως τοπ. επίρρ.) μεσούρανα και μεσοούρανα στο μέσο τού ουρανού, μεσουρανίς («μεσούρανα φάνηκε το άστρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ουρανός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσούρανος] … Dictionary of Greek
μεσουρανίς — επίρρ. στο μέσον τού ουρανού, μεσούρανα («μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη / λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ώς πέρα», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανα + επιρρμ. κατάλ. ίς* (πρβλ. αποβραδ ίς).] … Dictionary of Greek
μεσοούρανα — τα βλ. μεσούρανα … Dictionary of Greek
μεσουράνιος — α, ο (Α μεσουράνιος, ον) (για ουράνιο σώμα) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ουρανού νεοελλ. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα μεσουράνια το μέσο τού ουρανού, τα μεσούρανα αρχ. (ο εν. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ μεσουράνιον η θέση τού Ηλίου στο μέσο τού… … Dictionary of Greek
μισοούρανα — επίρρ. μεσούρανα, πολύ ψηλά, στη μέση τού ουρανού, μεταξύ γης και ουρανού. [ΕΤΥΜΟΛ. Από *μισοούρανος + επιρρμ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
επουράνιος — α, ο 1. που υπάρχει πάνω από τον ουρανό ή στον ουρανό: Η επουράνια βασιλεία. 2. ο πληθ. του ουδ., επουράνια οι ουρανοί, τα μεσούρανα, τα ύψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ύψιστος — η, ο υπερθ. του υψηλός (βλ. λ.) 1. ο πάρα πολύ υψηλός, ο υψηλότατος, ο πανύψηλος. 2. μτφ., μέγιστος, σπουδαιότατος, σημαντικότατος, σοβαρότατος: Tα ύψιστα συμφέροντα του κράτους. 3. μτφ., τεράστιος, κολοσσιαίος: Οι πυραμίδες της Αιγύπτου είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)